δανειακός

δανειακός
-ή, -ό (AM δανειακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο
νεοελλ.
όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική»)
μσν.
1. δανεικός
2. επίρρ. δανειακῶς
δανεικά, με δάνειο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δανειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δάνειο: Η δανειακή πολιτική των τραπεζών έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανειακαῖς — δανειακός concerning loans fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειακῆς — δανειακός concerning loans fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειακήν — δανειακός concerning loans fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειακῶς — δανειακός concerning loans adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειακῷ — δανειακός concerning loans masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανειακάς — δανειακά̱ς , δανειακός concerning loans fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”